ζυμίωσις

ζυμίωσις
ζυμ-ίωσις, εως, ,
A = ζύμωσις, subject of lost work by Zos. Alch.p.216B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζυμίωσις — ζυμίωσις, ἡ (Α) 1. η ζύμωση 2. θέμα έργου τού Ζώσιμου Αλχημιστού το οποίο δεν διασώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το ζύμωσις σαν από αρχ. τ. *ζυμιώ < *ζύμιος] …   Dictionary of Greek

  • ζυμιώσεως — ζυμιώσεω̆ς , ζυμίωσις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”